στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek
αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… … Dictionary of Greek
ορθοστερεοσκοπία — η (φωτογραμμ.) συνθήκη τής στερεοσκοπικής όρασης στη φωτογραμμετρία, κατά την οποία το τρισδιάστατο όραμα φαίνεται κάτω από την ίδια κλίμακα τού ζεύγους τών στερεοεικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthostereoscopy < ορθ(ο)* +… … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
υπερστερεοσκοπία — η, Ν φυσ. μέθοδος στερεοσκοπικής φωτογραφίας, κατά την οποία η απόσταση μεταξύ δύο αντικειμενικών φακών κατά τη στιγμή τής φωτογράφισης είναι αισθητά μεγαλύτερη από την κανονική απόσταση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek