στερεοσκοπία

στερεοσκοπία
η, Ν
τεχνολ. η επιστήμη και η τεχνολογία που ασχολούνται με δισδιάστατα σχέδια ή φωτογραφίες τα οποία όταν παρατηρούνται, με τη βοήθεια ειδικού οργάνου, και με τα δύο μάτια παρέχουν την παραίσθηση τρισδιάστατης υπόστασης στον χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereoscopy (< στερεός + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… …   Dictionary of Greek

  • ορθοστερεοσκοπία — η (φωτογραμμ.) συνθήκη τής στερεοσκοπικής όρασης στη φωτογραμμετρία, κατά την οποία το τρισδιάστατο όραμα φαίνεται κάτω από την ίδια κλίμακα τού ζεύγους τών στερεοεικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthostereoscopy < ορθ(ο)* +… …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • υπερστερεοσκοπία — η, Ν φυσ. μέθοδος στερεοσκοπικής φωτογραφίας, κατά την οποία η απόσταση μεταξύ δύο αντικειμενικών φακών κατά τη στιγμή τής φωτογράφισης είναι αισθητά μεγαλύτερη από την κανονική απόσταση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”